- υδρομορφία
- η, Ν(εδαφολ.) τρόπος εξέλιξης ενός εδάφους, που εξαρτάται κυρίως από το υδάτινο καθεστώς και χαρακτηρίζεται από κορεσμό νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydromorphie (< υδρ[ο]-* + -μορφία < μορφή)].
Dictionary of Greek. 2013.